κολλητικός — glutinous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικός — ή, ό (AM κολλητικός, ή, όν, Α δωρ. τ. κολλατικός, ή, όν) [κολλητός] αυτός που χρησιμεύει για κόλληση, αυτός που έχει την ιδιότητα να κολλά νεοελλ. 1. (για συνήθειες) αυτός που μεταδίδεται εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. το κολλητικό η κολλώδης ουσία… … Dictionary of Greek
κολλητικά — κολλητικός glutinous neut nom/voc/acc pl κολλητικά̱ , κολλητικός glutinous fem nom/voc/acc dual κολλητικά̱ , κολλητικός glutinous fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικώτερον — κολλητικός glutinous adverbial comp κολλητικός glutinous masc acc comp sg κολλητικός glutinous neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικῶν — κολλητικός glutinous fem gen pl κολλητικός glutinous masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικόν — κολλητικός glutinous masc acc sg κολλητικός glutinous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικαῖς — κολλητικός glutinous fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικαί — κολλητικός glutinous fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικοῖς — κολλητικός glutinous masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλητικοῦ — κολλητικός glutinous masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)